- πρωτάγγελος
- πρωτάγγελος, ὁ,A harbinger, c. gen., AP9.383.8, Nonn.D.27.14.II = ἀρχάγγελος, PMag.Berol.1.302.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωτάγγελος — harbinger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτάγγελος — ὁ, ΜΑ αυτός που πρώτος αναγγέλλει κάτι αρχ. ο αρχάγγελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄγγελος] … Dictionary of Greek
πρωτάγγελον — πρωτάγγελος harbinger masc/fem acc sg πρωτάγγελος harbinger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταγγέλῳ — πρωτάγγελος harbinger masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτάγγελα — πρωτάγγελος harbinger neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτάγγελε — πρωτάγγελος harbinger masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek